Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐχέτω ς

См. также в других словарях:

  • Ἐχέτω — Ἔχετος masc nom/voc/acc dual Ἔχετος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέτω — ἔχω check pres imperat act 3rd sg ἐχέτης man of substance masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐχέτῳ — Ἔχετος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χέτω — ἀχέτω , ἀχέτης masc gen sg (attic epic ionic) ἐχέτω , ἔχω check pres imperat act 3rd sg ἐχέτω , ἐχέτης man of substance masc gen sg (attic epic ionic) ἀ̱χέτω , ἠχέτης clear sounding masc gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • везу — везти, укр., везу, везти, ст. слав. везѫ, вести κομίζειν, болг. веза, сербохорв. вѐзе̑м, вѐсти, словен. vesti, vezem, чеш. vezu, vezti, польск. wiozę, wiezc, слвц. veziem, viezt , в. луж. wjesc, н. луж. wjasc. Сюда же воз, возить, весло, обоз …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

  • κάτωμος — κάτωμος, ον (Μ) αυτός που έχει χαμηλούς τους ώμους («ἔστω μὴ κάτωμος, συνωμίαν τε ὑψηλοτέραν ἐχέτω καὶ ἴσην», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὦμος (< ὦμος), πρβλ. άμφ ωμος, έξ ωμος] …   Dictionary of Greek

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»